χειροπληθεῖ

χειροπληθεῖ
χειροπληθής
filling the hand
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
χειροπληθής
filling the hand
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χερμάδιον — τὸ, Α 1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ. β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳ χειροπληθεῑ λίθῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”